- προβατοδόρας
- ὁ, Α1. ο γδάρτης προβάτων2. άλλη ονομασία για τον μήνα τού ιωνικού ημερολογίου Ληναιών, που ήταν αντίστοιχος τού αττικού Γαμηλιώνος και κατά τον οποίο τελούσαν τα Λήναια.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + -δόρας / -δόρος (< δορός / δορά < δέρω «γδέρνω»)].
Dictionary of Greek. 2013.